- εκατόγραμμο
- το(φυσ.), μονάδα βάρους ίση με εκατό γραμμάρια, το δέκατο του κιλού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκατόγραμμο — το 1. το ένα δέκατο τού χιλιόγραμμου 2. μονάδα βάρους και μάζας ίση με εκατό γραμμάρια … Dictionary of Greek